ξανακεντώ

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek Monolingual

-άω
1. τρυπώ πάλι με αιχμή, ξανατρυπώ, ξανακεντρίζω
2. φτειάχνω πάλι κέντημα
3. μτφ. κατακαίω κάποιον ή κάτι πάλι («και πάλι βρίσκω τη φωτιά πάλι ξανακεντά με», Ερωτόκρ.).