ξαναπαίρνω

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source

Greek Monolingual

1. παίρνω πάλι κάτι
2. παίρνω πίσω κάτι που μού ανήκε.