ξασπρίζω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω
2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα
3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος»)
4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω
5. (για στάχια) ωριμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + ασπρίζω].