ξεδίψασμα

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

το
το αποτέλεσμα του ξεδιψώ, η παύση του αισθήματος της δίψας («να ξέρω πως ευφραίνει σε μια σκέψη σαν ξεδίψασμα», Παλαμ.).