ξεθάβω

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

Greek Monolingual

και ξεθάφτω και ξεθάπτω
1. βγάζω κάποιον ή κάτι από τον τάφο, κάνω εκταφή
2. ανακαλύπτω και εμφανίζω κάτι λησμονημένο ή κρυμμένο («πού τά ξέθαψες όλα αυτά;»).