ξεκάθαρος

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. πολύ καθαρός
2. σαφής, κατανοητός
3. μτφ. διάφανος, διαυγής.
επίρρ...
ξεκάθαρα
σαφέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεκαθαρίζω].