ξεκαβαλικεύω
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
(Μ ξεκαβαλικεύω)
κατεβαίνω από άλογο, αφιππεύω, ξεπεζεύω
μσν.
βοηθώ κάποιον να κατεβεί από το άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + καβαλικεύω].