ξεκολλώ

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

και ξεκολνώ, -άω
1. αποχωρίζω κάτι κολλημένο με κάτι άλλο, αποκολλώ («ξεκολλά τα γραμματόσημα από τα γράμματα»)
2. απομακρύνω κάτι ή απομακρύνομαι από κάτι («δεν ξεκολλά ούτε στιγμή από τη γυναίκα του»).