ξεμαθαίνω

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά 'ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.)
2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει).