ξενοδίκαι
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
[ῐ], οἱ, judges who tried suits concerning aliens, at Athens, prob. in IG12.343.89, 342.38; at Oeanthea, ib.9(1).333.10; at Troezen, ib.22.46a A 27; in Phocis, ib.9(1).32(ii B.C.): sg. only late, = praetor peregrinus, Lyd.Mag.1.38 (-δόκης codd.).
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδίκαι: οἱ, δικασταὶ δικάζοντες δίκας ἐν αἷς ὅ τε ἐνάγων καὶ ὁ ἐναγόμενος εἶναι ξένοι, Ἐπιγραφ. Λοκρ. 147910= CCIS III, 333, κτλ. πρβλ. Roberts σ. 357, Ηiks 31, 10.
Greek Monolingual
ξενοδίκαι, οι (Α)
δικαστές που έλυναν τις διαφορές μεταξύ τών ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δίκης (< δίκη), πρβλ. αγωνοδίκης].