Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξενοιασιά

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

και ξεγνοιασιά και ξεννοιασιά, η ξενοιάζω
1. έλλειψη φροντίδων, αμεριμνησία («η παιδική ηλικία είναι γεμάτη ξεγνοιασιά»)
2. αποπεράτωση μιας εργασίας.