ξενουργώ

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

ξενουργῶ, -έω (Μ)
κάνω ασυνήθιστα έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ουργῶ (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχουργώ].