ξενύχτης

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

ο, θηλ. ξενύχτισσα
αυτός που μένει άγρυπνος τη νύχτα εργαζόμενος ή διασκεδάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξενύχτι + κατάλ. -ης].