ξεπατηκώνω

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

τοποθετώ πάνω σε σχέδιο διαφανές φύλλο χαρτιού και το αντιγράφω με ιχνογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + πατηκώνω].