ξεστικός

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξεστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ξέειν, Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1714, 16.

Greek Monolingual

ξεστικός, -ή, -όν (Μ) ξεστός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο, αυτός που ζέει, που ξύνει.