Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
1. παρεκκλίνω από τον σωστό δρόμο2. μτφ. ξεφεύγω από τον δρόμο της ηθικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + στράτα].