ξεφυτρώνω

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

1. (για φυτά) αναφύομαι, βλαστάνω, φυτρώνω
2. (για άνθη) βγαίνω, ξεπετιέμαι, εκφύομαι («και αυτού ας ξεφυτρώνουν αιώνια τ' άνθη», Κάλβ.)
3. μτφ. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απροσδόκητα («από πού ξεφύτρωσες πάλι εσύ;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + φυτρώνω].