ξηραλοιφώ
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
ξηραλοιφῶ, -έω (Α)
1. (για παλαιστές) αλείφω το σώμα μου μόνο με λάδι, χωρίς να λουστώ, προκειμένου να καταστούν τα μέλη του σώματός μου εύκαμπτα και μαλακά
2. (το απρμφ. ως ουσ.) τo ξηραλοιφεῖν
η ενασχόληση με τον αθλητισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -αλοιφῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ξηραλοιφός (< φρ. ξηρόν ἀλείφειν «αλείφω με λάδι τα ξηρά μέλη του σώματος για να γίνουν ευλύγιστα»)].