ξιφοδότης

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ξιφοδότης, ὁ (Μ)
αυτός που δίνει ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωοδότης.