Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
ξιφοδότης, ὁ (Μ)αυτός που δίνει ξίφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωοδότης.