ξυλοκράμβη
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
ἡ, tree-cabbage, Hippiatr.48 (s.v.l.).
Greek Monolingual
ξυλοκράμβη, ἡ (Μ)
είδος λάχανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο(ν) + κράμβη.