ξυλόστρωτος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. επενδεδυμένος με ξύλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ξυλόστρωτο
δάπεδο ή τοίχος επενδεδυμένος με ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + -στρωτος (< στρώνω), πρβλ. λίθό-στρωτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].