ξυλόφωνο

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

το
κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από σειρά κλιμακωτών κουρδιζόμενων ξύλινων πλακών με διαφορετικό μήκος, τις οποίες ο οργανοπαίκτης χτυπά με δύο μικρές και λεπτές ξύλινες ράβδους με κεφαλές από μαλακό ή σκληρότερο υλικό, το οποίο επηρεάζει τη χροιά του ήχου του οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylophone < ξύλο + -φωνο (< -φωνος < φωνή)].