ξύστης

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

German (Pape)

[Seite 283] ὁ, = ξυστήρ, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξύστης: ὁ, = τῷ ξυστήρ, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο (Α ξύστης) ξύω
ξύστρα, ξυστήρι.