στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
[Seite 283] ὁ, = ξυστήρ, Sp.
ξύστης: ὁ, = τῷ ξυστήρ, μεταγεν.
ο (Α ξύστης) ξύωξύστρα, ξυστήρι.