οδοντίατρος

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202

Greek Monolingual

και οδοντογιατρός και οδοντοϊατρός, ο
γιατρός ειδικευμένος στη θεραπεία και την υγιεινή τών δοντιών.