οικάριον

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

οἰκάριον, τὸ (Α) οίκος
οικίσκος, μικρό βοηθητικό οίκημα δίπλα στο κύριο κτίσμα, παράσπιτο («εἰς τὸ οἰκάριον τὸ ὄπισθε τῆς γυναικωνίτιδος», Λυσ.).