οικοδεσπότης

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

ο (Α οἰκοδεσπότης)
ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού, ο νοικοκύρης
αρχ.
1. ντόπιος κυβερνήτης
2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης.