Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οικοκύρης

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

ο, θηλ. οικοκυρά (Μ οἰκοκύρης και οἰκοκύριος και οἰκοκυρός)
νοικοκύρης, οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης: κύριος) < οἶκος + κύριος.