οικοκύρης

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. οικοκυρά (Μ οἰκοκύρης και οἰκοκύριος και οἰκοκυρός)
νοικοκύρης, οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης: κύριος) < οἶκος + κύριος.