οκταλοχία

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ὀκταλοχία, ἡ (Α)
στρατιωτική δύναμη οκτώ λόχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + λόχος (πρβλ. διλοχία)].