ολβήεις

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

ὀλβήεις, -εσσα, (Α)
(ποιητ. τ.) όλβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μοχθήεις)].