μοχθήεις
Full diacritics: μοχθήεις | Medium diacritics: μοχθήεις | Low diacritics: μοχθήεις | Capitals: ΜΟΧΘΗΕΙΣ |
Transliteration A: mochthḗeis | Transliteration B: mochthēeis | Transliteration C: mochthieis | Beta Code: moxqh/eis |
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = μοχθηρός, Nic.Al.617.
German (Pape)
[Seite 212] εσσα, εν, p. = μοχθηρός, Nic. Al. 538 (616), Schol. erkl. ἐπίπονος.
Greek (Liddell-Scott)
μοχθήεις: εσσα, εν, = μοχθηρός, Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.
Greek Monolingual
μοχθήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, επίπονος, επίμοχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ονειρ-ήεις)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο