μοχθήεις

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχθήεις Medium diacritics: μοχθήεις Low diacritics: μοχθήεις Capitals: ΜΟΧΘΗΕΙΣ
Transliteration A: mochthḗeis Transliteration B: mochthēeis Transliteration C: mochthieis Beta Code: moxqh/eis

English (LSJ)

μοχθήεσσα, μοχθήεν, = μοχθηρός, Nic.Al.617.

German (Pape)

[Seite 212] εσσα, εν, p. = μοχθηρός, Nic. Al. 538 (616), Schol. erkl. ἐπίπονος.

Greek (Liddell-Scott)

μοχθήεις: εσσα, εν, = μοχθηρός, Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.

Greek Monolingual

μοχθήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, επίπονος, επίμοχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ονειρήεις)].