ολιγηπελία
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
Greek Monolingual
ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.
Russian (Dvoretsky)
ολῐγηπελία: эп. ὀλῐγηπελίη ἡ бессилие, слабость, изнуренность Hom.