ολιγομερής

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που αποτελείται από λίγα μέρη
2. το ουδ. ως ουσ. το ολιγομερές
πολυμερής χημική ένωση το μόριο της οποίας αποτελείται από μικρό αριθμό μονάδων μονομερούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -μερής (< μέρος)].