ολιγότεκνος

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀλιγότεκνος, -ον)
αυτός που έχει λίγα τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύτεκνος].