ομοερκής

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

ὁμοερκής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οικία ή στην ίδια φυλακή με κάποιον
2. φρ. «κίονες ὁμοερκεῖς» — κίονες που χρησιμοποιούνταν ως στήριγμα σε μεταλλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ερκής (< ἔρκος «φραγμός»), πρβλ. ευερκής].