ομοιόκριθος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
ὁμοιόκριθος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισόκριθος].