Ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → Injustice: the state of despising the laws
ὁμοιόκριθος, -ον (Α)αυτός που μοιάζει με κριθάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισόκριθος].