Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ομοιόστομος

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

ὁμοιόστομος, -ον (Α)
αυτός του οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές της μάχης, είναι στραμμένα προς το ίδιο μέροςὁμοιόστομος διφαλαγγία»).
επίρρ...
ὁμοιοστόμως (Α)
δια μέσου του ίδιου μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. στενόστομος].