ομόκεντρος

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόκεντρος, -ον)
(για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο
το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων ή σφαιρών
2. φρ. «ομόκεντρη φωτεινή δέσμη»
φυσ. βλ. ομοκεντρικός
αρχ.
(για αστέρες) αυτοί που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο σημείο του ορίζοντα.
επίρρ...
ομοκέντρως και ομόκεντρα
με ομόκεντρο τρόπο, με το ίδιο κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέντρον (πρβλ. μακρόκεντρος)].