ομόνους

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

ὁμόνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, σύμφωνος.
επίρρ...
ὁμονόως (Α)
σύμφωνα με κάτι, συμφώνως, ομοψύχως, ομοφρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + νοῦς, νοός].