Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
ὁμόνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, σύμφωνος.
επίρρ...
ὁμονόως (Α)
σύμφωνα με κάτι, συμφώνως, ομοψύχως, ομοφρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + νοῦς, νοός].