ονέλαφος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ὀνέλαφος, ὁ (Α)
είδος αντιλόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἔλαφος (πρβλ. ιππέλαφος)].