ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth
ὀνόκωλος, -ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)(ως προσωνυμία του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλόκωλος].