τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ὀξυκαμπής, -ές (Α)(για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -καμπής (< καμπή), πρβλ. ευκαμπής].