Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οξύνιτρον

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361

Greek Monolingual

ὀξύνιτρον, τὸ (Μ)
μίγμα από ξίδι και νίτρο, δηλ. σόδα.