Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σόδα

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

η, Ν
1. χημ. εμπειρική ονομασία που χρησιμοποιείται για ορισμένες ενώσεις του νατρίου, το ανθρακικό νάτριο στην άνυδρη ή σε μία από τις ένυδρες μορφές του
2. αδόκιμη και αντιεπιστημονική ονομασία εμφυαλωμένου αναψυκτικού που αποτελείται από νερό στο οποίο έχει διαλυθεί διοξείδιο του άνθρακα
3. φρ. α) «φαρμακευτική σόδα»
χημ. το όξινο ανθρακικό νάτριο, που χρησιμοποιείται συχνά στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική
β) «μαγειρική σόδα»
χημ. η φαρμακευτική σόδα
γ) «καυστική σόδα»
χημ. το υδροξείδιο του νατρίου, γνωστό και ως καυστικό νάτριο
δ) «μέθοδος σόδας»
(χημ. βιομ.) μέθοδος παραγωγής χαρτοπολτού κατά την οποία μικρά τεμάχια ξύλου βράζονται σε υψηλή θερμοκρασία και πίεση μέσα σε αλκαλικό διάλυμα που περιέχει καυστική σόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. soda «είδος φυτού απ' το οποίο παράγεται η σόδα», πιθ. < αραβ. suwwād. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].