ορειτρεφής
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
Greek Monolingual
ὀρειτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῖο», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλιτρεφής].