ορεκτός

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

ὀρεκτός, -ή, -όν (ΑΜ) ορέγω
επιθυμητός
αρχ.
1. αυτός που εκτείνεται, που απλώνεται («ὀρεκτῇσιν μελίῃσιν» — με ακόντια με τα οποία μπορεί κανείς να φθάσει τον εχθρό από κοντά, δηλ. προτείνοντάς τα από κοντά, όχι ρίχνοντάς τα από μακριά, Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεκτόν
το αντικείμενο της όρεξης, της επιθυμίας.