ορχεοειδή

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

τα
βοτ. άλλη ονομασία της οικογένειας ορχεΐδες, που χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο της τάξης ορχιδώδη, αλλ. ορχιοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ι. Σκυλίσση].