ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ο (Α ὀστεουλκός)λαβίδα για τη συγκράτηση και την εξαγωγή θραυσμάτων οστού, η οστεάγρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. λιθουλκός, ξιφουλκός].